γουβιάζω

γουβιάζω
1. μετ. делать полым; выдалбливать, углублять;
2. αμετ. 1) покрываться ямами, канавами; 2) вваливаться (о щеках, глазах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γουβιάζω" в других словарях:

  • γουβιάζω — και γουβώνω [γούβα] 1. κοιλαίνω 2. κοιλαίνομαι …   Dictionary of Greek

  • γουβιάζω — γούβιασα, γουβιασμένος 1. μτβ., βαθουλώνω, κοιλαίνω κάτι: Η βροχή γούβιασε το δρόμο. 2. αμτβ., γίνομαι κοίλος, βαθουλός: Γούβιασε το χώμα από το νερό που ρίξαμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουφώνω — κούφωσα, κουφώθηκα, κουφωμένος 1. κοιλαίνω κάτι, το γουβιάζω. 2. κοιλαίνομαι, γουβιάζω: Κούφωσαν τα δόντια μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγούβιαστος — η, ο [γουβιάζω] ο άγουβος* …   Dictionary of Greek

  • γουβώνω — βλ. γουβιάζω …   Dictionary of Greek

  • γουβώνω — γούβωσα, γουβώθηκα, γουβωμένος, γουβιάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιλαίνω — κοίλανα, κοιλάνθηκα, βαθουλώνω κάτι, το γουβιάζω: Κοίλανα το ξύλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»